- ἀρχαιότερος
- ἀρχαῑότερος , ἀρχαῖοςfrom the beginningmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
αρχαίος — α, ο 1. αυτός που υπήρξε πριν από πολλά χρόνια, ο παλιός: Οι Έλληνες είναι λαός αρχαίος· «αρχαία ιστορία», «αρχαίοι χρόνοι», «αρχαίοι λαοί», ό,τι υπήρξε στην περίοδο που αρχίζει με τα λεγόμενα ιστορικά χρόνια και τελειώνει το 476 μ.Χ. (τέλος του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Cretan Hound — Kritikos Ichnilatis (Kρητικός Iχνηλάτης) Kritikos Ichnilatis Other names Kritikos Ichnilatis Country of origin Greece (Crete) Traits … Wikipedia
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
давьнии — (1*) пр. Давний, живший давно: луки˫анъ нѣкъто. не ˫ако нын˫а въ лѣта костѩнтина. бывъ. нъ давьнии. (ἀρχαιότερος) КЕ XII, 255б. Ср. давьныи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
IOSUA — I. IOSUA fil. Nun, Num. c. 13. v. 16. 1. Par. 1. 7. v. 27. Ios. c. 1. v. 1. fuit minister et suecessor Mosis, qui populum Israel per sicentum Iordanis alveum in terram Canaan introduxit. Ο῾μώνυμος et typus Servatoris aostri Iesu Christi, qui… … Hofmann J. Lexicon universale